- θυσιαζομένων
- θυσιάζωsacrificepres part mp fem gen plθυσιάζωsacrificepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
δερματικός — ή, ό (AM δερματικός, ή, όν) ο δερμάτινος νεοελλ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα τού ανθρώπου («δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα») αρχ. 1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ιερομάντης — ο (Α ἱερόμαντις, άντεως) αυτός που προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση τών σπλάχνων τών θυσιαζόμενων ζώων, ο ιεροσκόπος … Dictionary of Greek
ιερομαντία — και ιερομαντεία, ἡ (Α ἱερομαντία) το να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα με την παρατήρηση τών σπλάχνων τών θυσιαζόμενων ζώων, η ιεροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ιερομαντία < ιερόμαντις*, ενώ ο τ. ιερομαντεία < ιερ(ο) * + μαντεία < μαντεύω] … Dictionary of Greek
ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… … Dictionary of Greek
σπλαγχνοσκόπος — ο, ΝΜ αυτός που εξετάζει τα σπλάγχνα τών θυσιαζόμενων ζώων για να μαντέψει το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek